- διαφόρημα
- το (ΑΝ)1. ό,τι ρίχνεται εδώ κι εκεί, παιχνίδι με μπάλα2. ό,τι έχει τεμαχιστεί, λεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαφόρημα — thing thrown to and fro neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορήμασι — διαφόρημα thing thrown to and fro neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)